- παρεκλείπω
- Α1. παραλείπω, παρέρχομαι, παρατρέχω2. λείπω, απολείπω, εκλείπω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκλείπω «παραλείπω, εγκαταλείπω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
ՊԱԿԱՍԵՄ — (եցի.) NBH 2 0584 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c չ. ՊԱԿԱՍԵՄ կամ ՊԱԿԱՍԻՄ. ἑκλείπω, παρεκλείπω , ἑπιλείπομαι deficio ἑλαττόομαι, ελασσοῦμαι minuor, diminuor ὐστερέω indigeo եւ այլն. որ եւ ՊԱԿԱՍ ԵՄ, ես, է. Պակաս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)